- ὀλιγοδεές
- ὀλιγοδεήςwanting littlemasc/fem voc sgὀλιγοδεήςwanting littleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοδεής — ὀλιγοδεής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ανάγκη από λίγα πράγματα, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγοδεές η ανάγκη λίγων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δεής (< δέομαι), πρβλ. πολυ δεής] … Dictionary of Greek